- ἐκφθέγγομαι
- ἐκ-φθέγγομαι: only aor. ἐκφθέγξατο, called out from, Il. 21.213.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εκφθέγγομαι — ἐκφθέγγομαι (Α) μιλώ έντονα, λέγω, κράζω («βαθέης δ ἐκφθέγξατο δίνης», Όμηρ.) … Dictionary of Greek
ἐκφθέγγομαι — ἐκ φθέγγομαι utter a sound pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)